- μεσογονάτιον
- μεσο-γονάτιον [ᾰ], τό, ([etym.] γόνυ)A space between two knots or joints, Thphr.HP4.11.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσογονατίου — μεσογονάτιον space between two knots neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσογονατίων — μεσογονάτιον space between two knots neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσογονατίῳ — μεσογονάτιον space between two knots neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσογονάτια — μεσογονάτιον space between two knots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσογονάτιο — και μεσογόνιο και μεσογόνο, το (Α μεσογονάτιον και μεσογόνιον) (για φυτά) το τμήμα τού βλαστού το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικά γόνατα ή σημεία πρόσφυσης τών φύλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γονάτιον] … Dictionary of Greek